- κακόαυλος
- κᾰκό-αυλος, ον,A = ἄναυλος, Sch.E.Ph.790.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόαυλος — κακόαυλος, ον (Α) άναυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αυλος (< αὐλός), πρβλ. μόν αυλος, φίλ αυλος] … Dictionary of Greek
κακόαυλον — κακόαυλος masc/fem acc sg κακόαυλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek